- κατανομιστεύω
- κατανομιστεύω (Α)λειώνω πολύτιμα αντικείμενα και κόβω νομίσματα («ὁ δὲ διὰ τὴν σπάνιν χρημάτων, ὅσον εἶχε κόσμον κατανομιστεύσας», Ιώσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νομιστεύω «έχω σε κυκλοφορία νομίσματα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανομιστεύων — κατανομιστεύω melt down into coin pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανομιστεύσας — κατανομιστεύσᾱς , κατανομιστεύω melt down into coin aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)